luminaire
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
luminaire
Ελληνική απόδοση όρου
φωτιστικό σώμα
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Μια πλήρης μονάδα φωτισμού, η οποία αποτελείται από λαμπτήρα(-ες), προστατευτικό περίβλημα και σύνδεση με ηλεκτρικό κύκλωμα.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA