luminance

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

luminance

Ελληνική απόδοση όρου

φωτεινότητα (υποκειμενική)

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Φυσική μέτρηση της υποκειμενικής αίσθησης φωτεινότητας. Υπολογίζεται σε λούμεν (lm).

Θεματική ενότητα

Ενεργειακή Τεχνολογία

Παρατηρήσεις-Σχόλια

(Βλ. lumen)

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/