photovoltaic (solar) device
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
photovoltaic (solar) device
Ελληνική απόδοση όρου
φωτοβολταϊκή συσκευή
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Ηλεκτρική συσκευή η οποία μετατρέπει το φως απευθείας σε συνεχε΄ς ηλεκτρικό ρεύμα. Οι ηλιακές φωτοβολταϊκές συσκευές αποτελούνται από ποικίλα υλικά ημιαγωγών, συμπεριλαμβανομένου του πυριτίου, θειούχες ενώσεις του καδμίου και αρσενικούχες ενώσεις του γαλλίου, σε απλούς κρυσταλλικούς ή πολυκρυσταλλικούς ή άμορφους τύπους.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA