power factor (PF)
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
power factor (PF)
Ελληνική απόδοση όρου
συντελεστής ισχύος
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Η αναλογία της πραγματικής ισχύος η οποία χρησιμοποιείται σε ένα κύκλωμα, εκφραζόμενης σε βατ (W) ή κιλοβάτ (KW) προς τη δύναμη που προέρχεται από μια πηγή ισχύος, η οποία μετράται σε βολτ-αμπέρ (VA).
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA