resistance
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
resistance
Ελληνική απόδοση όρου
αντίσταση (υλικού)
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Η εγγενής ιδιότητα ενός υλικού να εμποδίζει τη μεταφορά ενέργειας. Στους ηλεκτρικούς αγωγούς η ηλεκτρική αντίσταση προκύπτει κατά την παραγωγή θερμότητας. Η ηλεκτρική αντίσταση μετράται σε ωμ (Ω).
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA