transformer
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
transformer
Ελληνική απόδοση όρου
μετασχηματιστής
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Ηλεκτρομαγνητική συσκευή η οποία αλλάζει την τάση της ηλεκτρικής ενέργειας του εναλλασσόμενου ρεύματος. Αποτελείται από ένα επαγωγικό πηνίο, το οποίο έχει μια πρωτεύουσα και μια δευτερεύουσα περιέλιξη, καθώς και έναν περίκλειστο σιδερένιο πυρήνα.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA