watt-hour
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
watt-hour
Ελληνική απόδοση όρου
βατώρα (Wh)
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Μονάδα της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ενός βατ (W) σε χρονικό διάστημα μίας ώρας (h).
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA