υπερορθόδοξος, -η, -ο
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
υπερορθόδοξος, -η, -ο
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Σε κατάσταση υψηλού συναγερμού τέθηκε χθες η αστυνομία στην Ιερουσαλήμ και την ισραηλινή πόλη Μπνεΐ Μπρακ καθώς 50.000 υπερορθόδοξοι Εβραίοι διαδήλωναν κατά απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου με την οποία κρίνουν ότι η δικαστική εξουσία παρεμβαίνει στις θρησκευτικές υποθέσεις της χώρας»
Παραπομπή
ΕΘΝΟΣ (ηλ. έκδ.), 18-6-2010
Παράθεμα χρήσης
«Μόνο το ένα τέταρτο των υπερορθόδοξων εβραίων της Αμερικής, σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2006, υποστηρίζει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους»
Παραπομπή
ΤΟ ΒΗΜΑ (ηλ. έκδ.), 3-6-2010
Παράθεμα χρήσης
«Φαίνεται όμως ότι οι υπερορθόδοξοι, οι οποίοι αντιτίθενται δημοσίως στους γκέι, δημιουργούν πρόβλημα στην κυβέρνηση και κατά καιρούς επαναφέρουν στη δημόσια συζήτηση την αυστηρή εβραϊκή παράδοση»
Παραπομπή
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4-8-2009, σελ. 11
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA