επεμβατικός, -ή, -ό

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

επεμβατικός, -ή, -ό

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Το τμήμα χειρουργικής παχέος εντέρου έχει προχωρήσει στην εκτέλεση του συνόλου πλέον των επεμβάσεων με ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους»

Παραπομπή

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23-5-08

Παράθεμα χρήσης

«Όπως εξηγεί ο κ. Γεωργόπουλος πρόκειται για ένα τεστ το οποίο είναι απλό (απαιτεί μόνο την εστίαση του βλέμματος), μη επεμβατικό (δεν υπάρχουν ηλεκτρόδια που να συνδέονται με τον εγκέφαλο)...»

Παραπομπή

ΤΟ ΒΗΜΑ, 2-9-07, σελ. (49)3

Τόμος

9-10

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2009

Περισσότερα...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/