επικόρυφος, -η, -ο
Ενότητα:
Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
Νεολογισμός
επικόρυφος, -η, -ο
Μέρος του Λόγου
Επίθετο
Θεματική Ενότητα
Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου
Παράθεμα χρήσης
«Η μαύρη πεύκη με τον χονδρό φλοιό της είναι προσαρμοσμένη σε έρπουσες πυρκαγιές οι οποίες διευκολύνουν τη φυσική αναγέννησή της, αλλά δεν αντέχει σε επικόρυφες πυρκαγιές και δεν αναγεννάται φυσικά έπειτα από αυτές»
Παραπομπή
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-10-07, σελ. 36
Παράθεμα χρήσης
«Αυτό συμβαίνει τόσο στις έρπουσες πυρκαϊές σε ποώδη βλάστηση όσο και στις επικόρυφες πυρκαϊές σε δενδρώδη βλάστηση»
Παραπομπή
ΤΟ ΒΗΜΑ, 6-8-00, σελ. Α29
Τόμος
9-10
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2009
Περισσότερα...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA