κοστοβόρος, -ος/-α, -ο

Ενότητα:

Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι

Νεολογισμός

κοστοβόρος, -ος/-α, -ο

Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Θεματική Ενότητα

Νεολογισμοί Γενικού Λεξιλογίου

Παράθεμα χρήσης

«Το κοστούμι της εθελουσίας εξόδου προβάρει στην Ολυμπιακή και τον ΟΣΕ η κυβέρνηση, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να εξηγήσει πώς ακριβώς θα χρηματοδοτήσει ένα τόσο απαιτητικό και κοστοβόρο εγχείρημα»

Παραπομπή

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 31-1-08, σελ. 48

Παράθεμα χρήσης

«Πρόκειται για την πλέον επικίνδυνη και κοστοβόρα κατηγορία εργαζομένων, οι οποίοι όχι μόνο νιώθουν αποστασιοποιημένοι από την εργασία τους αλλά προτίθενται να υπονομεύσουν επίσης τη δουλειά των συναδέλφων τους, καλλιεργώντας κλίμα δυσαρέσκειας»

Παραπομπή

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6-10-07

Τόμος

9-10

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2009

Περισσότερα...

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/