limnimètre
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
limnimètre
level meter
Ελληνική απόδοση όρου
μετρητής στάθμης (δεξαμενής)
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Μηχάνημα που περιλαμβάνει μια πηγή ιοντίζουσας ακτινοβολίας και που χρησιμεύει στο να μετράει ή να προσδιορίζει τη στάθμη ενός υγρού ή ενός κονιορτώδους σώματος, ακόμη και όταν το επίπεδο αυτό είναι απρόσιτο.
Θεματική ενότητα
Πυρηνική τεχνολογία
Τόμος
6
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1997
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA