personne âgée
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
personne âgée
Ελληνική απόδοση όρου
άτομο τρίτης ηλικίας, ηλικιωμένος
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Άτομο μεγαλύτερης ηλικίας από το μέσο όρο της ηλικίας των άλλων ατόμων της πληθυσμιακής ομάδας στην οποία ζει. (Τομέας : Κοινωνική ζωή / Γεροντολογία / Άτομα τρίτης ηλικίας)
Θεματική ενότητα
Γεροντολογία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
Σημείωση : 1.Κατά κοινή πεποίθηση, το άτομο αυτό δεν αμείβεται πιά για τις δραστηριότητές του, οι δε φυσικές του ικανότητες έχουν πλέον μειωθεί. 2.Ο όρος αυτός συχνά χρησιμοποιείται κατά τρόπο ασαφή και ανεπαρκή. 3.Η έκφραση άτομο τρίτης ηλικίας είναι η καταλληλότερη για να αντικαταστήσει τις λέξεις, γέροι, γριές, γέροντες, επειδή η λέξη γέρος συχνά ενέχει αρνητική χροιά και δηλώνει την παρκαμή, την κατάπτωση, την αχρηστία ή την ανικανότητα: μπορεί κάποιος να είναι ηλικιωμένος χωρίς να είναι γέρος υπό την τελευταία έννοια. 4.Υπάρχει η τάση να συνδέουν τα άτομα της τρίτης ηλικίας με τους συνταξιούχους, γιατί στη Γαλλία, αυτό το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα μπορεί κανείς να είναι γέρος ή ηλικιωμένος χωρίς ακόμη να έχει συνταξιοδοτηθεί ή και συχνότερα να έχει πάρει ήδη σύνταξη κάποιος που δεν έχει ακόμη γεράσει.
Τόμος
6
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1997
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA