perte d' autonomie

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

perte d' autonomie

Ελληνική απόδοση όρου

απώλεια αυτονομίας

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Αδυναμία του ατόμου να επιδοθεί σε ορισμένες πράξεις της καθημερινής ζωής μέσα στον συνήθη του περίγυορο. (Τομέας : Ιατρική / Κοινωνικές επιστήμες)

Θεματική ενότητα

Γεροντολογία

Παρατηρήσεις-Σχόλια

Σημείωση : Μερικές φορές τα άτομα που έχασαν μέρος από τις ικανότητές τους ονομάζονται ημι-αυτόνομα. Βλέπε επίσης : dépendance

Τόμος

6

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

1997

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/