retraite

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

retraite

Ελληνική απόδοση όρου

σύνταξη

Περιγραφική ερμηνεία όρου

1.Κατάσταση ατόμου που έχει αποσυρθεί από την επαγγελματική ζωή, είτε οικειοθελώς, είτε λόγω ορίου ηλικίας. 2.Διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας σε μία ορισμένη ηλικία. 3.Κατ επέκταση, το ποσό των χρημάτων που εισπράττει ο συνταξιούχος. (Τομέας : Κοινωνική ζωή / Γεροντολογία / Σύνταξη)

Θεματική ενότητα

Γεροντολογία

Τόμος

6

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

1997

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/