ἀλεποουρὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλεποουρὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλεποουρὰ ἡ, Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλεπουρὰ Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.ἀλιπουρὰ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀλουπουρὰ Κεφαλλ. ἀλουπουρὴ Ζάκ. ἀλουπερὴ Ζάκ. ἀλιπορὰ Κέρκ.ἀλεπονουρὰ Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.ἀλεπονορεˬὰ Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλ’πονουρὰ Θρᾴκ. ἀλ’πουνουρὰ Θεσσ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλιπονούρα Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεποῦ καὶ οὐρά, παρ’ ὃ καὶ νουρά.

Σημασιολογία

1) Ἡ οὐρὰ τῆς ἀλώπεκος πολλαχ. 2) Ἡ σταφυλὴ ἀλεπίτσα, ὃ ἰδ., Κεφαλλ. Ἤπ. κ.ἀ. 3) Τὰ ἑξῆς ἀγρωστώδη (graminaceae) φυτὰ (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 <1926> 444)α) Τοῦ γένους τοῦ ἀλωπεκούρου (alopecurus) ἀλωπέκουρος ὁ ἀσκιδωτὸς(alopecurus utriculatus) καὶ ἀλωπέκουρος ὁ λειμώνιος (alopecuruspratensis) Θρᾴκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)β) Τὸ φυτὸν πολυπώγων ὁ Μομπελιαννὸς(polypogonMonspeliensis) πιθανῶς ὁ ἀλωπέκουρος τοῦ Θεοφράστου (Ἰστορ. φυτ. 7, 11, 2) μὲ τὸν στάχυν «μαλακὸν καὶ χνοωδέστερον ὅτι καὶ ὅμοιον ταῖς τῶν ἀλωπέκων οὐραῖς» Θρᾴκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)γ) Τὸ φυτὸν λάγουρος ὁ ὠοειδὴς (lagurusovatus) Ζάκ. Συνών. γαττάκι, γαττόχορτο, λαγάκι, λαγοουρά. δ) Τὸ φυτὸν φαλαρὶς ἡ παράδοξος (phalarisparadoxa) ἐκ τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν κουκουλλοχόρτων, ἡ τῶν ἀρχ. φάλαρις (Διοσκορ. 3, 149) Θεσσ. (Λάρισ.) Θρᾴκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)ε) Τὸ φυτὸν μελάμπυρον τὸ ἀρουραῖον (melampyrumarvense)τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae), ζιζάνιον καὶ παράσιτον τῶν σιτηρῶν ΓΣακελλοπ. Ἀνοιξιάτ. γεννήμ 54.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/