ἀγροίκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγροίκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγροίκα ἡ, Βιθυν.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ ἐπιθ. ἄγροικος.
Σημασιολογία
1) Ἀνθρωπος βάρβαρος, ἀπαίδευτος. 2) Ἄνθρωπος ἄνους, μωρός: Τί ἀγροίκα ποῦ εἶναι, δὲ ᾿γροικάει τίποτα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA