ἀγροικησιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγροικησιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγροικησιˬὰ ἡ, Μῆλ. ἀγροι’σιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀγροιξία ἌΘ. Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγροίκητος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.

Σημασιολογία

1) Μωρία, ἀνοησία Ἄθ. Θρᾴκ. (Αἶν) Πόντ. (Τραπ.): Ἀσ᾿ σὴν ἀγροιξία σ᾿ ἀκόμαν πολλὰ θὰ παθάντς (ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν σου ἀκόμη περισσότερα θὰ πάθῃς) Τραπ. 2) Ἀπείθεια, παρακοὴ Μῆλ.: Ἡ ἀγροικησιˬὰ αὐτουνοῦ τοῦ παιδιˬοῦ δὲ λέγεται!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/