ἀγρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγρὸς ὁ, λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγρός.
Σημασιολογία
Ἀγρός, χωράφι, μόνον ἐν τῇ εὐαγγελικῇ ρήσει «ἀγρὸν ἠγόρασα» (Λουκ. Εὐαγγ. 14, 18), τῆς ὁποίας γίνεται παροιμιώδης χρῆσις καὶ ἐν τῇ δημώδ. γλώσσῃ: Τοῦ ’πανε πῶς πνίγηκαν τὰ πρόβατά του, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀγρὸν ἠγόρασε. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγρὸς Κέρκ. Κύπρ. Ρόδ. Σῦρ. Μέγας Ἀγρὸς Χίος Μακρὺς Ἀγρὸς Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA