ἀγύτευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγύτευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγύτευτος ἐπίθ. Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.) Σῦρ –Λεξ. Περίδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γυτευτὸς<γυτεύω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος διὰ τὴν θεραπείαν τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε χρῆσις ἐπῳδῆς, ὁ μὴ γυτευθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Εἶχε τ’ ἀνεμοπύρωμα καὶ δὲν ἤθελε νά τον γυτέψουνε κ’ ἔτσι πέθανε ἀγύτευτος Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/