ἀγώγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγώγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγώγι τό, ἀγώγιˬου Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀγώγι σύνηθ. ἀγώι σύνηθ. ἀώι Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀγώιν Χίος ἀγώδιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿γώι Λεξ. Λεγρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγώγιον=φορτίον ἁμάξης.
Σημασιολογία
1) Ἡ δι᾽ ἀγωγέως μεταφορὰ πράγματός τινος Σίφν. Σκόπ. κ.ἀ.: Ἐμένα θὰ μοῦ κωστίσουν τ᾿ ἀγώγιˬα καὶ τὰ μαντζώματα (μαντζώματα=συγκομιδὴ ἐλαιῶν) Σίφν. Τέσσιρ’ ἀγώγιˬα ἔκαμα σήμιρα μὶ τοὺ γαϊδούρ’ σας Σκόπ. 2) Ἡ διὰ τὴν μεταφορὰν ἀμοιβή, τὰ κόμιστρα, τὰ μεταφορικὰ συνήθ.: Ἑκατὸ δραχμὲς εἶναι τὸ ἀγώγι. Κουβαλεῖ ὅλη μέρα πέτρες καὶ παίρνει ἕνα σωρὸ ἀγώγιˬα σύνηθ. || Παροιμ. Τ᾽ ἀγώι ξυπνᾷ τὸν ἀγωγιˬάτη (ἡ προθυμία καὶ τὸ ενδιαφέρον ἐξεγείρονται ἐξ ἐλπίδος κέρδους) σύνηθ. β) Τὸ ποσὸν τοῦ ἐλαίου τὸ παρεχόμενον εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἐλαιοτριβείου ὡς ἀμοιβὴ διὰ τὸ ἄλεσμα τῶν ἐλαιῶν Παξ.: Τοῦ εἶπα, ἔλα νὰ πάρῃς τ᾿ ἀγώι σου, γιˬατὶ θάν τὸ πουλήσω τὸ λάδι μου. γ) Κέρδος, συμφέρον Σίφν. Αὐτὴ ἡ δουλε͜ιὰ δὲν ἔχει ἀγώγι 3) Ἡ ἐπὶ μεταφορᾷ μίσθωσις φόρτηγοῦ ζῴου ἢ ὀχήματος σύνηθ: Ὁ ἁμαξᾶς ἔχει ἀγώι. Ὁ ἀγωγιˬάτης εὑρῆκε ἀγώγι. Θὰ πιˬάσω ἀγώγι. Ἔχω ἀγώγι γιˬὰ τὸ δεῖνα μέρος σύνηθ. Ἀγώγιˬα τώρᾳ δὲν κάνω Μύκ. || Φρ. Ἔχει ἀγώγι (ἐπὶ γυναικὸς ἐπιμόμφου διαγωγῆς. Πβ. τὰ ἀρχ. μισθοῦσθαι, μίσθωμα, ἐπὶ τῶν ἑταιρῶν λεγόμενα) Ἀρκαδ. || Παροιμ. Τ᾿ ἄλογο ἀποκάτω ἀπ’ τ’ ἀγώγι ψοφάει (ἐπὶ τοῦ τὰ πάντα διὰ τὸν μισθὸν ὑπομένοντος) ΙΒενιζελ Παροιμ.2 289, 64. 4) Ὑποζύγιον, φορτηγὸν ζῷον Λέρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λάκων): Μιˬὰ ᾽υχεˬὰ φυρόει πρέπει νὰ φέρετε μὲ τ᾿ ἀώιˬα νὰ χωματίσωμε dὸ δῶμα (’υχεˬὰ=νυχεˬά, ὀλίγον, φυρόει=κοκκινόχωμα) Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA