ἀγωγιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγωγιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγωγιˬάτικος ἐπίθ. Ἄνδρ. Θήρ. κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ. Βυζ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀγωγιˬάτης. Πβ. μεσν. ἐπίθ. ἀγωγιατικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀγωγιάτην ἔνθ’ ἀν.: Ἄλογο ἀγωγιˬάτικο Λεξ. Περίδ. Βυζ. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ, ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἀγωγέως διὰ τὴν μεταφορὰν πραγμάτων, κόμιστρα, μεταφορικὰ Λεξ. Περίδ.: Πλήρωσε τὸ ἀγωγιˬατικο. Πβ. ἀγώγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA