ἀγωγὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγωγὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγωγὸς ὁ, ᾽Ικαρ. Κρήτ. Χίος κ.ἀ. ἀωὸς ᾽Ικαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀγὸς Ἤπ. (Ἄρτ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Γανόχ. Γέν. Μυριόφ. Περίστασ. Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Σίφν. Χίος ἀὸς Κάρπ. Ρόδ. (Χάλκ.) Χίος ναγὸς Θρᾴκ. (Μυριόφ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Μελέν.) Σκόπ. Χίος (Καρδάμυλ.) ναὸς Θήρ. Ἰκαρ. Κάρπ. Νάξ. (Γαλανάδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σίφν. Χίος ἀναὸς Θρᾴκ. Μεγίστ. Πάτμ. ἀνιγὸς Σαμοθρ. ἀλωγὸς Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγωγὸς=ἡγεμὼν τῆς ὁδοῦ, ὁδηγός. Ὁ τύπ. ἀγὸς καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἐν τοῖς τύπ. ναὸς καὶ ναγὸς ν προῆλθεν ἐκ τῆς συνεκφ. μετὰ τῆς αἰτιατ. τοῦ ἄρθρ. τὸν ἀόν, τὸν ἀγόν, περὶ ἧς πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 411, τὸ δὲ λ τοῦ ἀλωγὸς ἴσως ὀφείλεται εἰς παρετυμ. πρὸς τὸ αὐλάκι, περὶ ἧς πβ. τοῦ αὐτοῦ ἔνθ’ ἀν. 1, 328. Ὁ τύπ. ἀνιγὸς ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεγός.

Σημασιολογία

1) Ὀχετὸς ὕδατος, αὖλαξ, δι᾿ ἧς διοχετεύεται τὸ ὕδωρ πρὸς διαφόρους χρήσεις, ἤτοι πόσιν, ἄρδευσιν, κίνησιν μύλων κτλ., ἢ ἀποχετεύεται τὸ ἀκάθαρτον ὕδωρ σύνηθ.: Πάω νὰ κάμω τσοὶ ναοί, γιˬατὶ θὰ ποτίζω αὔριο Γαλανάδ. Πουτίζουμ’ τὰ σπαρ’κά μας ἀπ᾿ dοὺν ἀνιγὸ (σπαρ’κὰ=λαχανικὰ) Σαμοθρ. || Παροιμ. φρ. Ἔαλε τὸ νερὸν εἰς τὸν ἀὸν (ἔαλε=ἔβαλε. Ἐπὶ τοῦ διευθετήσαντος τὰ ἑαυτοῦ συμφέροντα. Πβ. τὸ ἀρχ. «κατὰ ροῦν φέρεσθαι τὰ πράγματα» ἐπὶ τῶν εὐοδουμένων πραγμάτων) Κάρπ. Συνών. φρ. ἔβαλε τὸ νερὸ ᾿ς τ᾽ αὐλάκι (ἰδ. αὐλάκι). Ἡ σημ. αὕτη ἤδη μεταγν. Πβ. Φρύνιχ. 314 (ἔκδ. ChLobeck) «νῦν δὲ οἱ περὶ τὰ δικαστήρια ρήτορες ἀγωγοὺς καλοῦσι τοὺς ὀχετοὺς τῶν ὑδάτων». β) Τὸ στόμιον, δι᾿ οὗ εἰσρέει τὸ ὕδωρ εἰς τὰς αὔλακας τῆς ἀρδεύσεως Πάρ. 2) Τὸ νᾶμα, τὸ ρέον ὕδωρ Μακεδ. (Μελέν.) Ἡ λ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀγωγὸς καὶ Ναγὸς καὶ ὡς τοπων. Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/