ἀγῶνας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγῶνας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγῶνας ὁ, Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ᾿Ιων. (Σμύρν.) Κρήτ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Παξ. Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἄγωνας Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύπρ. Σίφν. Σύμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ ἀγών. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου ἐν τῷ τύπ. ἄγωνας πβ. ἄγκωνας ἐκ τοῦ ἀγκῶνας, κάνονας ἐκ τοῦ κανόνας κττ.

Σημασιολογία

1) Πόνος, μόχθος, προσπάθεια, ταλαιπωρία ἔνθ’ ἀν.: Ἔκαμε μεγάλον ἀγῶνα γιˬὰ νὰ τὸ σπουδάξῃ τὸ παιδί της Παξ. Τὸν ἀγῶνα ποῦ ᾿χει καωμένο ὁ Θεὸς τὸνε κατέχει! Κρήτ. ᾿Ετραύιξα τόσον ἀγῶνα γιˬὰ νὰ τόνε κατατάξω (καθησυχάσω) Θήρ. ᾿Ετραύιξεν μεάλον ἄγωνα Σύμ. Ἀγῶνας μιγάλους χρειάζιτι νὰ βρῇς τώρα λιπτὰ Αἰτωλ. Ἔχου ἄγῶνα μιγάλουν γιˬὰ τοῦ χουράφ’ Αἰτωλ. Μὲ πουλὺν ἀγῶνα ἔφκε͜ιασα κἄτ’ χρηματάκιˬα γιˬὰ νὰ ζῶ αὐτόθ. Βρίσκεται σὲ μεγάλον ἄγωνα Σίφν. 2) Ἀγωνία, στενοχωρία σωματικὴ καὶ ψυχική, οἵα ἡ τοῦ νοσοῦντος καὶ τοῦ ψυχορραγοῦντος Θήρ. Κρήτ. Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (Λάκων) Σύμ.: Ἀποὺ τὸν πολ-λὺν τὸν ἄγῶνα ἐπῆρεν το ὁ νύπνος Σύμ. Ἀγῶνα ποῦ τραυάει ὁ καῃμένος! Θήρ. Ὤς τί ἀγῶνα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὅντας ψυχομαχάῃ! (πβ. τὸ ἐκκλησιαστικὸν «οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος!») Παξ. Πβ. ἀγωνία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/