ἀγωνιστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγωνιστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀγωνιστὰ ἐπίρρ. Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀγωνιστός.
Σημασιολογία
Ἐπειγόντως, ταχέως: Κάμε ἀγωνιστά. Συνών. φρ. κάνε γρήγορα (ἰδ. γρήγορα). Πβ. ἀγώνε͜ια (ἰδ. ἀγωνίζομαι 3).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA