ἀγώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουδέτερο
Γένος
Ουσιαστικό
Τυπολογία
ἀγώρι τό, ἀγώριν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ) ἀγώρι κοιν. ἀγώρ᾿ Β.Εὔβ. Θρᾴκ. (Κομοτ. Μάδυτ.) Καππ. κ.ἀ. ἀγούριν Πόντ (Κερασ.) ἀγούρι Βιθυν. (Προῦσ.) Πόντ. (Χαλδ.) ἀγούρ’ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀιγώρ’ Μακεδ. (Γιδ.) ἀgώρι Κρήτ. (Βιάνν.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγώριν.
Σημασιολογία
1) Νεανίας, ἔφηβος Θρᾴκ. Πβ. ἄγουρος Β 1. 2) Ἄρρεν παιδίον κοιν. καὶ Καππ. Πόντ (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔχει πέντε παιδιˬά, τρία ἀγώριˬα καὶ δύο κορίτσιˬα. Ἀυτὸ τὸ ἀγῶρι εἶναι πολὺ φρόνιμο. Ἔλ’, ἀγῶρι μου! (θωπευτικῶς) κοιν. Ἐφτὰ παντρε͜ιὲς ἔχω καμωμένες, πέντε φηλυκὲς καὶ δυˬὸ ἀγώριˬα (παντρε͜ιὲς=γεννήσεις) Κίμωλ. Ἔει δύο ἀγῶρ καὶ τρία κορίτσ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Ἡ μάννα μ’ ἔπεσεν κ’ ἐποίκεν ἀγούρ’ (ἔπεσεν=ἐγέννησεν) Χαλδ. || Φρ. Καὶ εἰς ἀγῶρι! (εὐχή ἐπὶ γεννήσει θήλεος τέκνου) σύνηθ. || ᾎσμ. Ντ’ ἐποίκεν ἡ ξενίτσικος; -Ὁλόχρυσον ἀγούρι Χαλδ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 264 (ἔκδ. Wagner σ. 131) «κι ὡσὰν παιδιά της τά βλεπε, ἀγώρι καὶ κορίτσι». Συνών. ἄγουρος Β 3. 3) Ἄρρεν νεογνὸν ζῴου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 4) Κόρη ἔχουσα ἦθος ἄρρενος Σάμ κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγωρῖνα 1. 5) Συνήθ. ἐν τῷ πληθ. οἰ μεταξοσκώληκες Λέσβ.: Τ’ ἀγῶριˬα bουbουνιˬάσαν. Πβ. πουλλακίδα. 6) Ἐπιθετ. ἀρσενικὸς Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἔεις ἀγούριν παιδίν; -Ἀγούριν παιδὶν ᾿κ᾿ ἔχω Κερασ. Διὰ τήν σημ. πβ. Πρόδρομ. 4, 42 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἂν ἔχω γείτονά τινα καὶ ἔχει παιδὶν ἀγώριν». Πβ. ἀγουροπαίδιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA