ἀεριστῆρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀεριστῆρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀεριστῆρας ὁ, Ναύστ. -Λεξ. Ἠπίτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ λογ. ἀεριστήρ.

Σημασιολογία

1) Φεγγίτης, διὰ τοῦ ὁποίου ἀερίζεται ἡ κάμινος τοῦ χυτηρίου Ναύστ. 2) Μηχάνημα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀνανεοῦται ὁ μεμολυσμένος ἀὴρ ἐν τοῖς μεταλλείοις, πλοίοις, θεάτροις κττ. Λεξ. Ἠπίτ. Πβ. ἀνεμιστῆρας. Συνών. ἀεριστής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/