ἀεροπόρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀεροπόρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀεροπόρος ὁ, λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀεροπόρος=ὁ διὰ τοῦ ἀέρος πορευόμενος μεταπεσὸν εἰς χρῆσιν οὐσ.
Σημασιολογία
1) Ὁ πορευόμενος διὰ τοῦ ἀέρος δι᾽ ἀεροπλάνου, ὁ ὁδηγῶν ἀεροπλάνον: Εἶναι καλὸς ἀεροπόρος αὐτὸς σύνηθ. 2) Σκωπτικῶς ὁ μὴ ἔχων ἐπάγγελμά τι ’Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA