ἀερόστατο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀερόστατο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀερόστατο τό, λόγ. σύνηθ. ἀρεόστατο Παξ. Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ λογ. οὐσ. ἀερόστατον, ὃ ἐκ τοῦ Γαλλ. aérostat.

Σημασιολογία

1) Σφαιροειδὲς κοῖλον σῶμα, τὸ ὁποῖον πληρούμενον εἰδικοῦ ἀερίου καθίσταται ἐλαφρότερον τοῦ ἀτμοσφαιρικοῦ ἀέρος καὶ κινεῖται ἐν αὐτῷ λόγ. σύνηθ. 2) ᾿Απομίμησις ἀεροστάτου ἐν μικρῷ σχήματι γινομένη ὑπὸ τῶν παίδων χάριν παιδιᾶς ᾿Αθῆν. Συνών. μπαλόνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/