ἀεροστροβιλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀεροστροβιλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀεροστροβιλίζω ἀμάρτ. ἀγεροστροβιλίζω ΣΠασαγιάνν. ᾿Αντίλ. 37.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τοῦ ρ. στροβιλίζω.
Σημασιολογία
Στροβιλίζω εἰς τὸν ἀέρα: Ποίημ. Ὅπως μὲ τὸ χινόπωρο ’ς τ’ ἄφυλλα δάση πέφτει δρολάπι κιˬ ἀνεμίχιˬονο κι ἀγεροστροβιλίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA