ἀερώτατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερώτατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀερώτατος ἐπίθ. Κάρπ. Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας κατὰ τὰ εἰς -ώτατος ὑπερθετ. ἐπίθ.
Σημασιολογία
1) Ὁ λίαν εὐάερος Πελοπν. (Λάστ.): ᾎσμ. Βουνά, μωρέ, βουνά μου ἀερώτατα. 2) Ὁ λίαν καθαρὸς Πελοπν. (Γορτυν.): Αὐτὸς εἶναι ἀερώτατος, δὲν κάθεται σκόνι ἀπάνω του. Κοίτα, αὐτὴ εἶναι ἀερώτατη. 3) Ὁ λίαν ἐλαφρὸς Κάρπ.: Αἴνιγμ. ᾿Αέρι μ᾿ ἀερώτατο | κιˬ ἀποὺ τὸ μέλι γλυκώτατο, ὅπου βρεθῇ καὶ νοι͜ώσῃ το | γιˬὰ περίσσο φρονεμένος, γιˬὰ καλογραμματισμένος (ὕπνος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA