ἀζάλικας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζάλικας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀζάλικας ὁ, Πελοπν. (Γύθ. Λακων.) ἀτζάλικας Πελοπν. (Λάκων. Μάν. Οἴτυλ.) ᾿ζάλιgας Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Τὸ πρὸς τὴν κοιλίαν πρόσθιον ἄνω μέρος τοῦ μηροῦ Πελοπν. (Λάκων. Οἴτυλ.) Συνών. ἀμασκαλομέρι, ριζομερεˬά. 2) Ἡ μασχάλη Πελοπν. (Λακων.) 3) Οἱ ἀδενοφλέγμονες οἱ παραγόμενοι εἰς τοὺς βουβῶνας ἢ τὰς μασχάλας Πελοπν. (Γύθ. Μάν.): Πονεῖ ὁ ἀτζάλικάς μου Μάν. 4) Ἑκάτερος τῶν κατεχόντων τὴν πρώτην θέσιν εὐθὺς μετὰ τὸν κυνηγὸν τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὸ μέσον τῶν δύο στίχων ὁμάδος κυνηγῶν ὀρτύγων Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/