ἀζαλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζαλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀζαλίκι τό, Κρήτ. ἀζαλούχ’ Πόντ (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. azalik.
Σημασιολογία
Τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀζᾶ, ἤτοι μέλους οἱουδήποτε συμβουλίου ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA