ἀζάπης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζάπης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζάπης ἐπίθ. (Ι) Θήρ. Κάρπ. Κύθν. Νάξ. (Γαλανάδ.) Πάρ. κ.ἀ. ἀζάπ'ς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θηλ. ἀζάπισσα Κύθν. ἀζάπαινα Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀζάπης ἐκ τοῦ ᾽Αραβοτουρκ. Azap=στρατιώτης ἢ ναύτης Τοῦρκος ὑποχρεωμένος νὰ μείνῃ ἄγαμος.
Σημασιολογία
1) Ἄγαμος Θήρ. Κύθν. Νάξ. (Γαλανάδ.) Πάρ. Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.): Παdρεμένος εἶσαι ἤ ἀζάπης; Θήρ. Αὐτοὶ εἶναι ἀζάπηδες ἀκόμα Γαλανάδ. 2) ᾿Ελεύθερος, ἀπεριόριστος, ἀτίθασος Κάρπ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀζάπικος, ἄζαπος, ἀζάπωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA