ἀζαρόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζαρόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀζαρόλι τό, ΠΓεννάδ. 18.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀζαρόλος.
Σημασιολογία
Ὁ καρπὸς τῆς ἀζαρολεˬᾶς, ὃ ἰδ. Συνών. ἀζαρόλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA