ἀζάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζάτικος ἐπίθ. Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κυνουρ Μεσσήν. Σουδεν κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀζάτι.
Σημασιολογία
1) ’Ανεπιτήρητος, ἀπεριόριστος, ἀφύλακτος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶ γυρίζει ἀζάτικο Πελοπν. ’Αζάτικο σ᾽ ἔχει ὁ πατέρας σου; (δὲν ἀσκεῖ ἐπὶ σοῦ οὐδεμίαν ἐπίβλεψιν;) | Μεσσήν. Τ᾿ ἀπόλυσεν ἀζάτικα τὰ βόδιˬα του καὶ μοῦ χάλασαν τὸ γέννημα Σουδεν. Συνών. ἀζατιˬάτικος. 2) Ἄπειθής, ἄτακτος, ἀνυπότακτος Πελοπν. (Καλάβρυτ): ᾿Αζάτικο μουλάρι. Αὐτὸς εἶναι ἀζάτικος. 3) ᾿Ανεξάρτητος οἰκονομικῶς Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA