ἀζαχάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζαχάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀζαχάρωτος ἐπίθ. ᾿Αθῆν. Ἄνδρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀζαχάρουτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ζαχαρωτὸς < ζαραρώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ μεμειγμένος μετὰ ζαχάρεως Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ἡ καβὲ ἀζαχάρωτον ἔν᾽ (καβὲ=καφὲς) Τραπ. β) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει τις ἐπιπάσει, ἐπιρράνει λεπτὴν κόνιν ζαχάρεως Ἄνδρ. Καλισούνιˬα ἀζαχάρωτα. γ) Μεταφ. ἐπὶ προσώπου, ὁ στερούμενος γλυκέων τρόπων, ὁ μὴ ἐπίχαρις Πόντ. (Χαλδ): ᾿Αζαχάρωτος ἔν᾿ ἀβοῦτος ἄνθρωπον (ἀβοῦτος=αὐτὸς). δ) Ὁ μὴ ἀπολαύων γυναικείων θωπειῶν ᾿Αθῆν.: Ἀζαχάρωτος θέλεις νὰ μένῃ ὁ ἄνθρωπος; 2) Ὁ μὴ κρυσταλλωθείς, ὁ μὴ ζαχαρωθείς, ἐπὶ γλυκῶν ἐκ τριανταφύλλου, βυσσίνων, κυδωνίων κττ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Τ᾽ ἕναν ἡ κιˬασ τὸ γλυκὸν ἐζαχάρωσεν ἄμα τ’ ἄλλο ἀζαχάρωτον στέκ’ (ἄμα=ἀλλὰ) Τραπ. Χαλδ. ’Αντίθ. ζαχαριˬασμένος, ζαχαρωμένος (ἰδ. ζαχαριˬάζω, ζαχαρώνω). Πβ. ἀζαχάριˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/