ἀζευγάρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζευγάρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζευγάρωτος ἐπίθ. Κρήτ. -ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 36 ἀζιβγάρουτους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. *ζευγαρωτὸς < ζευγαρώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἠροτριωμένος Θρᾴκ.(᾿Αδριανούπ.) Συνών. ἀζευγάριστος, ἄζευτος 2. 2) Ὁ μὴ συνεζευγμένος, ἀσύζευκτος Κρήτ. -ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ᾿Απὸ καιρὸ μιˬὰ ἀράχνη τὰ στεφάνωσε καὶ τά ’χει ζευγαρώσει τ᾽ ἀζευγάρωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA