ἀζῖνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζῖνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀζῖνα ἡ, Κύπρ. –Λεξ. Λεγρ. ἀσβῖνα Κύπρ. ἀντζῖνα Μεγίστ. ’ζῖνα Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀζῖν-να Καλαβρ. (Μπόβ.) ’τσῖννα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄζα. Πβ. ΓΛουκᾶ Λεξιλ. Κυπρίων 17 καὶ GRohlfs Etymol. Wört. 7. Ὁ τύπ. ἀσβῖνα ἔχει τὸ σβ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ σβήνω.

Σημασιολογία

1) Σπιθὴρ ἐκπηδῶν ἐκ καιομένων ἀνθράκων Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ.: ᾿Επετάχτην μιˬὰ ἀζῖνα τ’ ἔκατσεν μέσ᾽ ’ς τ’ ἀμμάτιν μου Κύπρ. Τὰ κάρβουνα τὴν ὥραν ποὺ ἅφτουν πετάσ-σουν ἀσβῖνες (πετάσ-σουν=πετοῦν) αὐτόθ. || ᾎσμ. Λαμπρὸν νὰ π-πέσῃ ᾿ς τ’ ἄσπρα σου τ’ ἀζῖνα ᾿ς τὰ καρσά σου (λαμπρὸν=πῦρ, καρσὰ=χρήματα) αὐτόθ. Συνών. σπίθα. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. θηλ. κυνὸς (ἐκ τοῦ χρώματος αὐτῆς ἢ τῆς ἰδιότητος αὐτῆς ὡς ταχείας). 2) Δᾴς, λαμπάς, ἥτις χρησιμεύει διὰ φωτισμὸν καὶ προσάναμμα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/