ἀζινολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζινολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀζινολογῶ ἀμάρτ. ἀζινολοῶ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀζῖνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λογῶ.

Σημασιολογία

Συλλέγω, καταρρίπτω τὰς ἐπὶ τῶν τοίχων ἀκαθαρσίας: ᾿Αζινολόα τοὺς τοίχους γιὰ ν᾿ ἀσπρογε͜ιάσουμεν (ἀσπρίσωμεν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/