ἄζιφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄζιφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄζιφτος ἐπίθ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζιφτὸς < ζίφω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ συντεθλιμμένος πρὸς ἐκροὴν τοῦ ὑγροῦ του ἔνθ’ ἀν.: Λεμόνι ἄζιφτο Κεφαλλ. Σκουτιˬὰ ἄζιφτα Παξ. Συνών. ἀζούπητος, ἄσφιχτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/