ἀζουδιˬῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζουδιˬῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀζουδιˬῶ ἀμάρτ. ἀζουδκιˬῶ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Αγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

’Αναδίδω ὑγρασίαν, συνήθως ἐπὶ ἀγγείων πηλίνων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τόπων ἢ πηγῶν ἀναδιδουσῶν ὀλίγον ὕδωρ: Ἔν᾿ τινοῦρκον τὸ σταμνὶν τ’ ἀζουδκιˬᾶ. Ἡ βρύσι ᾿ὲν ἔει νερόν, ὅσον κιˬ ἀζουδκιˬᾶ (ὅσον=μόλις). Συνών ἀναδίδω, ἀναδοσιˬῶ, ἀναδοτῶ, ἀναζουδιˬῶ, ἀναξερνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/