ἀζούχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀζούχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀζούχι τό, ἀμάρτ. ἀζούχ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.) ἀζίκι Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. azik.

Σημασιολογία

᾿Εφόδια εἰς τρόφιμα κττ. ἔνθ’ ἀν.: Δύο ἡμερῶν ἀζούχ' ’ὰ παίρωμε (θὰ πάρωμε) Κοτύωρ. || Παροιμ. ᾽Ασ᾿ σὴ γειτονία σ᾽ σύντροφον κιˬ ἀσ’ σ᾿ ὁσπίτι σ᾽ ἀζούχ’ (πρὸς ὁδοιπορίαν ἀσφαλῆ χρειάζεταί τις νὰ ἔχῃ σύντροφον γείτονα, τροφὰς δὲ οἴκοθεν) Σάντ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/