ἀζουχόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζουχόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀζουχόπουλλο τό, ἀζουχόπον Πόντ (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀζούχι.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἐφόδιον διὰ ταξίδιον: Ἐδέκεν τὸ παιδὶν ἀζουχόπον κ᾿ ἔστειλεν ἀτο ᾿ς σὸν παρχάρ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA