ἄζυμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄζυμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄζυμος ἐπίθ. ᾿Απουλ. (Καλημ.) κ.ἀ. (Νεοελλ. ᾿Ανάλ. Παρνασσ. 1,155) ἄdζυμο Καλαβρ. (Μπόβ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄζυμος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ ζύμης ᾿Απουλ. (Καλημέρ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) κ.ἀ.: Λεφτὴ ἄζυμη (λεφτὴ=πίττα) Καλημ. 2) Ὁ μὴ ζυμώσας (Νεοελλ. ᾿Ανάλ. Παρνασσ. ἔνθ’ ἀν.): Παροιμ. Ἕνα χρόνο ἄσπειρος, πέντε χρόνους ἄζυμος. Συνών. ἀζύμωτος Β 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA