ἀζωγύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζωγύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀζωγύρι τό, ἀμάρτ. ἀζωΰρι ΑΒαλαωρ. 3,239 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ἀζούρι Πελοπν.(Δημητσάν.) ᾿ζουγύρ’ Στερελλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀζώγυρος.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀζώγυρος, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA