ἀζωντάνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζωντάνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζωντάνευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀζουντάνιφτους Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ζωντανευτὸς < ζωντανεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν ζωὴν Μακεδ. (Κοζ): Πάει, εἶνι ἀζουντάνιφτος. 2) Ὁ ἄνευ ζωηρότητος, ἄνευ ἐνεργητικότητος, καχεκτικὸς Μακεδ.: Τί ἀζουντάνιφτους ἄνθρουπους εἶν᾽ αὐτός !
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA