ἀζώσταρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζώσταρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀζώσταρος ἐπίθ. Πόντ (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ζωστάρι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ φορῶν ζώνην, ὁ ἄνευ ζώνης ἔνθ’ ἀν.: ’Εξῆβεν ᾿ς σὴ μέσ᾿ ἀζώσταρος Τραπ. ᾿Αζώσταρος λάκεται Κοτύωρ. Ἡ νύφε ἐπέμνεν ἀζώσταρος Τραπ. || ᾎσμ. Ἀζώσταρος, ἀκέπαστος καὶ τὰ μαλλ ᾽ς σὸ έριν Πόντ. Συνών. ἀζώναρος͵, ἄζωστος, ἄζωτος. 2) ᾿Ατημέλητος, ἀκατάστατος ἔνθ’ ἀν.: Φρ. ᾽Αζώσταρος κιˬ ἀκέπαγος Ὄφ. Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA