ἀηˬδονάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀηˬδονάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀηˬδονάκι τό, κοιν. ἀηˬδονάτσι Ἴος Καλαβρ. (Μπόβ.) κ.ἀ. ἀδονάτσι Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι. Ἡ λ. καὶ ἐν Θησ. γάμ. Πβ. Δουκ. ἐν λ. ἀηδονάκιον.

Σημασιολογία

Μικρὰ ἀηδών: Ποίημ. Γιˬὰ τ᾿ ἀηδονάκι ζῆσε, τὸ Μάι ποῦ κελαηˬδεῖ γιˬὰ τὸ τρελλὸ παιγνίδι ποῦ παίζει τὸ παιδὶ ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 48. Συνών. ἀηˬδονέλλι, ἀηˬδονόπουλλο (ἰδ. ἀηˬδονοπούλλα) ἀηˬδονούδα, ἀηˬδονούδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/