ἀηˬδονισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀηˬδονισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀηˬδονισμὸς ὁ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀηˬδονίζω. Ἡ λ. ἀηδονισμὸς καὶ ἐν Διγεν. ᾽Ακρίτ. (ἔκδ. ΔΠασχάλ.) ἐν Λαογρ. 9 (1926) 354,24 «Ἡ δὲ κόρη ὡσὰν ἤκουσεν τῆς λύρας τὸν ἀηδονισμόν».

Σημασιολογία

Τὸ ἡδύμολπον ὡς ἀηδόνος ᾆσμα: ᾎσμ. Κιˬ ὁ συρισμὸς τοῦ μασουριˬοῦ κιˬ ὁ χτύπος τοῦ πετάλου κιˬ ἀηˬδονισμὸς τσῆ λυγερῆς εἰς τσ᾿ οὐρανοὺς διˬαβαίναν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/